λεοντικά

λεοντικά
λεοντικά̱ , λεοντική
fem nom/voc/acc dual
λεοντικά̱ , λεοντική
fem nom/voc sg (doric aeolic)
λεοντικός
of a lion
neut nom/voc/acc pl
λεοντικά̱ , λεοντικός
of a lion
fem nom/voc/acc dual
λεοντικά̱ , λεοντικός
of a lion
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λεοντικά — τα [λέων] ιεροτελεστία τής μυστηριακής λατρείας τού Μίθρα κατά την οποία ο μύστης ελάμβανε τον βαθμό τού λέοντα …   Dictionary of Greek

  • λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”